Tuesday, May 26, 2009

Για τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη..

Θα ήθελε να στο αφιερώσει η Ν.

Γιατί ήσουν και χορευταράς του ροκ....

Saturday, May 2, 2009

Ενύπνιον ωρίμου ανδρός ή περί της αριστεράς συνειδήσεως

Ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού.  Λαχανιασμένος. Οι σφυγμοί κόντευαν να του διαλύσουν τα τύμπανα. Το σώμα του έτρεμε. Το στόμα του ήταν πιο στεγνό κι από  καλοκαιρινό μεσημέρι στη Λάρισα. Όμως, μόνο το στόμα του ήταν στεγνό. Ο υπόλοιπος ήταν μούσκεμα. Μούσκεμα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ο κάθε πόρος του κορμιού του έσταζε. «Ιδρώτας» αναρωτήθηκε «ή καύλα που δε χωρά πουθενά και ξεχειλίζει;». Άγγιξε το καυλί του. Ήταν ακόμη σκληρό σα σίδερο. Και πονούσε. Ναι πονούσε. Μόνο αυτό το ρήμα ταίριαζε στην απίστευτη ένταση που ένιωθε στο καυλί του και στ’ αρχίδια του. «Γαμώτο» είπε ο Τάκης, «γαμώτο τι γίνεται; Τι όνειρο ήταν αυτό;».  Καθώς η ανάσα του έπαψε να αγκομαχά πήρε να σκέφτεται το όνειρο απ΄ την αρχή. Βρισκόταν σ’ ένα μεγάλο κτήριο, γκλαμουράτο, όλο φώτα και χρώματα και μουσικές. Άνθρωποι πουθενά, αλλά ήξερε ότι υπήρχαν. Και κυρίως ήξερε ότι υπήρχαν γυναίκες. Τριγύριζε στους διαδρόμους και στις αίθουσες σίγουρος ότι θα τους βρει. Ψυχή πουθενά. Άρχισε να προσπαθεί με τις πόρτες. Σαν σε ξενοδοχείο μόνο που αντί για αριθμούς είχαν ονόματα που κάτι του θύμιζαν αόριστα.  Asteroessa, mrs smith, σπίθας, αλήτισσα, μαικα, κάντυ, diva, ασκαρ, δείμος του πολίτη κι άλλα πολλά.  Οι πόρτες άνοιγαν, τα δωμάτια άδεια και ίδια. Σε όλα υπήρχε μια οθόνη που έδειχνε κάποιο δωμάτιο του κτηρίου. Συνέχισε σχεδόν οργισμένος. «Θα βρω» έλεγε καθώς άνοιγε κι έκλεινε πόρτες. Τώρα ήταν μπροστά στην πόρτα που έγραφε Takisnolabel.  Έσπρωξε κι έμεινε άπνοος.  Μια πολύ νέα γυναίκα, γυμνή, κοίταζε προς το μέρος του. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της κυλούσαν λεύτερα στην αριστερή  της πλευρά και σκέπαζαν το αριστερό της βυζί. Το άλλο, ακάλυπτο εντελώς,  έβλεπε ψηλά και του φάνηκε πώς η ορθωμένη ρώγα θα τρυπούσε το ταβάνι.  Με το δείχτη του δεξιού της χεριού ένευσε να πλησιάσει. Ο Τάκης, με το πουλί του ήδη να τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα, πλησίαζε και την ίδια στιγμή το μυαλό του, αναπάντεχα εντελώς,  ψιθύριζε παραφρασμένο το μελοποιημένο στίχο από τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου « αυτό το πλάσμα είναι δικό μου  και δικό μου». Πλησίασε. Το πλάσμα καθόταν σ’ ένα μαρμάρινο σκαλοπάτι . Στα μάτια του έλαμπε η πρόκληση ενώ τα μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη του υπόσχονταν μοναδικό βύζαγμα. Τώρα όμως τα μάτια του Τάκη κινήθηκαν προς τη κοιλιά της. Μια μεγάλη βαριά αλυσίδα ήταν τυλιγμένη γύρω της και κατέληγε σε μια κλειδαριά που σκέπαζε το καλοξυρισμένο, απ΄όσο φαίνονταν, μουνί της. Δεν ήταν αξεσουάρ. Ήταν μια αληθινή αλυσίδα και μια αληθινή κλειδαριά. Πριν προλάβει να ρωτήσει «σε περίμενα, ήμουν σίγουρα ότι τελικά σε μένα θα ερχόσουν» του ψιθύρισε όλο καύλα κι ο Τάκης φοβήθηκε ότι θα εκραγεί πριν την ώρα του. «Έλα λοιπόν! Ελευθέρωσε με απ΄ αυτά τα δεσμά» Κοίταξε ένα γύρω, αλλά στο γυμνό μαρμάρινο δωμάτιο δεν υπήρχε πουθενά το κλειδί ούτε και μέρος που θα μπορούσε να είναι κρυμμένο. Η ψωλή του  ήταν τόσο σκληρή πια και τόσο μεγάλη που αισθανόταν ότι θα μπορούσε  να χτυπήσει μ’ αυτήν την αλυσίδα και να την διαλύσει, όπως το γόρδιο δεσμό με το σπαθί του ο Μέγας Αλέξανδρος. Δεν χρειάστηκε. Το πλάσμα έβγαλε τη γλώσσα του κι ο Τάκης είδε το κλειδί πάνω της. «Εδώ» του είπε. « Έλα» Γονάτισε μπροστά της. Η γλώσσα της, αποφασιστική και ανυπόμονη χώθηκε, στο στόμα του. Το εξερεύνησε γρήγορα ίσαμε το λαιμό του και βγαίνοντας άφησε μέσα το κλειδί. Ο Τάκης το πήρε στο χέρι του. Μικροσκοπικό. Έσκυψε ανάμεσα στα ορθάνοιχτα πόδια της. Αν κι αγαπούσε τα βουνά, του φάνηκε ότι εκεί μοσχομύριζε θάλασσα. Πλησίασε τόσο που τα μάγουλα του ακουμπούσαν στις βελούδινες σάρκες της. Η κλειδαριά ήταν μεγάλη αλλά η θέση για το κλειδί μικρή, σχεδόν δεν φαίνονταν. Η ψωλή του πονούσε και κόντευε να εκραγεί, η μυρωδιά τον ζάλιζε γλυκά, η ζεστή σάρκα τον καλούσε να αφεθεί στη θαλπωρή της κι όλα αυτά έκαναν τη προσπάθειά του να εφαρμόσει το κλειδάκι στη κλειδαριά δύσκολη. Ίδρωνε. «Έλα λοιπόν, δεν αντέχω άλλο» του ψιθύρισε το πλάσμα συνοδεύοντας τη φωνή του με αναστεναγμούς και κοφτά βογγητά. Προσπάθησε και πάλι ο Τάκης ενώ το μυαλό του τραγουδούσε και πάλι παραφρασμένο Ρίτσο «αυτό το πλάσμα δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει». Μέσα στην φούρια του σκέφτηκε πώς ήταν η χρονιά του Ρίτσου και συνέχισε την προσπάθεια.  Ένας ανεπαίσθητος ήχος και το κλειδί χάθηκε στη κλειδαριά. Μ΄ το ένα του χέρι άνοιγε τη ζώνη του παντελονιού του, με το άλλο γύριζε το κλειδί στην κλειδαριά  και την ίδια στιγμή τραγουδούσε μεγαλόφωνα «να τη πετιέται απ΄ την αρχή κι αντριεύει και θεριεύει» και καθώς η κλειδαριά άνοιξε κι η αλυσίδα σωριάστηκε στο πλάι του πλάσματος σαν σωρός βομβαρδισμένων ερειπίων, το μουνί της, πριν προλάβει να το γαμήσει, πριν καν το αγγίξει, άρχισε να διευρύνεται συνεχώς και να καταπίνει το πλάσμα και το χώρο γύρω του, μέχρι που έγινε ή άκρη μιας λεωφόρου ή μια μεγάλη οθόνη όπου ο Τάκης, νεότερος,  μαζί με άλλους όμοιους, διαδήλωνε για ψωμί παιδεία ελευθερία, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για ελευθερία, ισονομία, δημοκρατία και άλλα και άλλα, είδε τους διαδηλωτές του 1-1-4 και τα παιδιά του πολυτεχνείου και τους αγωνιστές του ΠΑΚ, απ΄ την αλλαγή να πηγαίνουν στην αλλαγή της αλλαγής κι από κει στην ευκολότερη και αποδοτικότερη ανταλλαγή, και στη χαρά της ηδονής να τους γαμάς όσο μπορείς κι όπου τους βρεις όλους που ακόμη προσπαθούν για το έτος του Ρίτσου να σου πουν κι είδε το χέρι το Καρατζαφέρη, το Θοδωρή στο Βατοπαίδι, τη Ζήμενς να τους κρατά όλους στο χέρι και φορτωμένους στη λέμβο που τους πρόσφερε η μίζα του Παυλίδη να προσπαθούν και πάλι να μας βάλουν χέρι κι ο Αλαβάνος με το Τσίπρα του άπλωσαν το χέρι έλα μαζί μας σύντροφε για άλλη γη και άλλα μέρη μ΄ αρέσει αυτή που την πατώ και μέσα της μια μέρα θε να μπω του είπε  κι ύστερα πάλι άρχισε να στενεύει η οθόνη και σιγά σιγά μπροστά του ήταν πάλι το μουνί κι αλυσίδα ήταν εκεί τριγύρω στη γυμνή του τη κοιλιά κι αυτός στα πόδια της ανάμεσα σκυμμένος μύριζε θάλασσα κι είχε το μάγουλο ακουμπισμένο στη ζεστή της σάρκα και προσπαθούσε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά « είμαι η αριστερή σου συνείδηση» του ψιθύρισε καυλιάρικα, «ελευθέρωσέ με!». Και ξύπνησε λαχανιασμένος με το σώμα του να τρέμει, το στόμα του στεγνό κι ο υπόλοιπος  μούσκεμα και το πουλί του ορθωμένο και σκληρό να πονάει απ΄τη καύλα. «Γαμώτο μου» ψιθύρισε.


Πήγε στην κάβα του, πήρε ένα μπουκάλι «Δυο ελιές» του Μπουτάρη, syrax, merlot και ξινόμαυρο πήρε και δυο ελιές για μεζέ και ήπιε αργά αργά μέχρι να ηρεμήσει. Ύστερα άνοιξε το πισι και μπήκε στο blog του Docktor. Εδώ πάντα κάτι σοβαρό κουβέντιαζαν. Διάβασε, άφησε ένα σχόλιο για γλώσσες, όχι όχι τις μοσχαρίσιες ούτε αυτές που γλείφουν, αλλά γι’  αυτές που μιλούν, ίσως και κάτι για εθνικισμούς ή κάτι παρεμφερές και έπειτα στο δικό του blog αναδημοσίευσε ένα άρθρο του Μπουτάρη περί της ευθύνης της γενιά τους και της δικής μας και ικανοποιημένος κι ήρεμος έκλεισε το πισι. Καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι του πάλι «να είχα και το ξανθό μουνί του ονείρου να γαμήσω» σκέφτηκε με λαχτάρα και παραδόθηκε σ’ ένα βαθύ ύπνο.



ΥΓ1: Θυμίζω και παλι ότι εκτός από τον Τάκη σ' αυτό το blog Τάκης είναι κι ο barufos, απ' άλλη ρίζα μεν, αλλά Τάκης.

ΥΓ2: Ο Τάκης του κειμένου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον πραγματικό Τάκη, που όλοι σας γνωρίζετε σ' αυτό το Blog, αλλά είναι φανταστικό δημιούργημα της αφηνιασμένης έμπνευσης του barufos.

ΥΓ3: Αν φυσικά ο Τάκης θέλει να ταυτιστεί με τον ήρωα, σε κάποιες απ' τις καταστάσεις του, δεν μπορώ ούτε δικαιούμαι να έχω αντιρρήσεις.