tyharpastos said...
Τάκη, με την ευκαιρία, σου αφήνω αντί σχολίου το κείμενο με τις πέτε λέξεις που μου είχες ζητήσει και στο χρωστούσα. Τις θυμίζω. χέρι, πόδι, μάτια, χείλη, άσβεστη. Τίποτα καλύτερο δε μπορώ να κάνω. Αν χρειαστεί καντο μόνος σου :-)
Καθώς έσκυψε να ρουφήξει τη πρώτη κουταλιά της σούπας του, την είδε. Ήταν στο απέναντι τραπέζι. Προφανώς ξένη. Ξανθειά, ξεπλυμένη, αλλά όμορφη, λεπτό οβάλ πρόσωπο που ξεχώριζαν δυο σαρκώδη έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη. Και κυρίως δυο μεγάλα μάτια γαλάζια, που η κόρες τους είχαν μικρύνει όπως της γάτας στο πολύ φως. Έμεινε με το χέρι του μετέωρο. Προσπάθησε να τραβήξει τα μάτια του μα δεν τα κατάφερε. Του τα τράβηξε το μεγάλο ντεκολτέ της που άφηνε δυο μικρά πεπόνια να φαίνονται αρκετά και να διαγράφονται πεντακάθαρα πάνω στο μπλουζάκι της, δυο ορθωμένες ρόγες, σα να τις τσιμπούσες ώρα, να κοιτάζουν προς το ταβάνι. Ο Τάκης ξεροκατάπιε πριν καταφέρει να καταπιει την πρώτη κουταλιά της σούπας και να μορφάσει από το κάψιμο στη γλώσσα του. Την είδε να του χαμογελάει. Μόρφασε πάλι,κάτι σα χαμόγελο αυτή τη φορά και κατέβασε τα μάτια του στο πιάτο, νιωθοντας ντροπή που τον αντιλήφθηκε να την κοιτά ξελιγωμένος αλλά και γιατί το ερεθισμένο του πέος, σφιγμένο μέσα στο στενό τζιν που φορούσε, του προκαλούσε μιαν οδυνηρή ενόχληση. Ο Τάκης είχε μπει στο πατσατσίδικο του Ασλανίδη λίγη ώρα πριν, είχε παρακολουθήσει μια παράσταση στο Εθνικό, και μετά τη κουλτούρα σκέφτηκε να ικανοποιήσει και την πιο κρυφή και άσβεστη επιθυμία, που κουβαλούσε από μικρός μέσα του. Πατσάς με τα ποδαράκια ολόκληρα, για να μπορεί να γλείφει τις άκρες των δακτύλων. Η παρουσία της όμορφης ξανθιάς και το κάψιμο δε τον πτόησε καθόλου. Αντίθετα μάλιστα τον πλημμύρισε μια ακατανόητη έξαψη καθώς, σηκώνοντας ξανά τα μάτια του, την είδε να κοιτά και να φέρνει ηδονικά στα χείλη της ένα ποδαράκι, που το λευκό του χρώμα του φάνηκε να αντανακλά εκτυφλωτικά το φως του πατσατζίδικου. Η ξανθειά ρούφηξε ηδονικά την άκρη του ποδιού κι ο Τάκης λίγο έλειψε να εκσπερματίσει. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν ένα μήνυμα γι' αυτόν. Σήκωσε κι αυτός το ποδαράκι, το έπιασε με το χέρι και το έφερε στο στόμα του έχοντας καρφωμένα τα μάτια του πάνω της. Την είδε να μισανοίγει ηδονικά τα χείλη της και να φέρνει το χέρι της κάτω από το τραπέζι. Δεν μπορούσε να δει που ακριβώς, αλλά μπορούσε να δει ότι φορούσε φούστα και δε είχε καμιά αμφιβολία για το που είχε το χέρι της καθώς την έβλεπε να το κινεί ελαφρά και σταθερά. Καθώς προσπαθούσε να ελέγξει την καύλα που του προκάλεσε, την είδε να σηκώνεται και να βγαίνει από το πατσατζίδικο γνέφοντας του αδιόρατα. Ο Τάκης πέταξε ένα 50Ευρω στο τραπέζι, δεν ήταν ώρα για λογαρισμούς, και βγήκε ξωπίσω της. "Φοβήθηκα ότι δεν θα' ρθεις" του είπε με ξενική προφορά και τη στιγμή εκείνη προσδιόρισε τι του θύμιζε. Μια Πολωνή πουτάνα, πόρτιαλ σουρεάλ ή κάπως έτσι την έλεγαν, που σε μια συνέντευξή της είχε δηλώσει ότι μπορεί να κάνει οποιοδήποτε άνδρα να χύσει σε 30 δεύτερα (σιγά το επίτευγμα λέω εγώ τώρα ..αυτοί χύνουν και χωρίς να τους ακουμπήσεις, αλλά τέλος πάντων μη καρφωνόμαστε κιόλας). Την κοίταξε ίσια στο πρόσωπο. Το λάγνο βλέμμα της ήταν πιο καυτό και ρευστό κι από μόλις σερβιρισμένη σούπα. "Πάμε" είπε ο Τάκης χωρίς άλλες κουβέντες. Μπήκε σ' ένα ξενοδοχείο λίγο πιο πέρα, το ήξερε καλά γιατί ερχόταν, όταν του κάθονταν κανένα τυχερό. Την έγδυσε πριν καν να κλείσει τη πόρτα. Ρούφηξε με λαιμαργία τις ρώγες της, σχεδόν κόντεψε να πνιγεί από τα σάλια του. Ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε απ΄ την κορυφή μέχρι τα νύχια. Στάθηκε αρκετή ώρα στα δάχτυλα των ποδιών της. "Θεέ μου" είπε "σ' ευχαριστώ". Τη ξάπλωσε στο κεφάλι κι αφού τη φίλησε όλο της το σώμα, ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στα πόδια της και τέντωσε τα δικά του πόδια προς το πρόσωπό της (ξέρετε τώρα, όλοι μεγάλα παιδιά είστε). Πήρε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού της ποδιού (μη ξεχνάμε και τις τοποθετήσεις μας, αν είσαι δεξιός σε όλα το δεξιό πόδι θα διαλέξεις, βέβαια ο ήρωας Τάκης είναι αριστερός αλλά εδώ την πάτησε γιατί άλλος είναι ο πολιούχος, ο αφηγητής)και άρχισε να το βυζαίνει. Το μέγεθος του ερεθισμού του έκανε το πέος του να γράψει νέο ρεκόρ μήκους άμα τε και πάχους. Βύζαινε λάγνα και αρπακτικά σαν πεινασμένο βρέφος που βρήκε επιτέλους το βυζί της μάνας του. Την ώρα που ένιωσε το στόμα της να ρουφάει το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού (εδώ ο αφηγητής του κάνει το χατίρι, αν και δεν είναι σίγουρος ότι τεχνικά ετσι πάει το πράγμα)το σπέρμα του πετάχτηκε ζεστό και ορμητικό, σαν πίδακας αίματος από κομμένη αρτηρία και μούσκεψε τα πάντα, ενώ την ίδια ώρα το κορμί της τραντάζονταν από σπασμούς. Έμειναν αποκαμωμένοι και το πρωί τους βρήκε να ρουφάνε σαν μπιμπίλα ο ένα το δάχτυλο του άλλου.
Ο Τάκης πήγε πολλές φορές από τότε στο πατσατζίδικο του Ασλανίδη (δεν τον γουστάρω γιατί είναι παοκτσής, αλλά δικός μας είναι πρέπει να τον υποστηρίξω) και κάθε φορά, καθώς γλείφει το χοιρινό ποδαράκι της σούπας του, το σλιπάκι του πλημμυρίζει απ' το ζεστό του σπέρμα.
April 20, 2007 7:59 PM
Powered by ScribeFire.